- ἑκτική
- ἑκτικόςformed byfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χτικιάζω — Ν 1. (αμτβ.) προσβάλλομαι από χτικιό, από φυματίωση («χτίκιασε και πέθανε νέος») 2. (μτβ.) βασανίζω πολύ, ταλαιπωρώ κάποιον («μέ χτίκιασε αυτή η δουλειά») 3. (αμτβ.) βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («αυτόν τον μήνα κουράστηκα, χτίκιασα») 4. (η μτχ.… … Dictionary of Greek
όχτικας — ο φυματίωση, χτικιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕχτικας < αρχ. επίθ. ἑκτική (νόσος) < ἕξις «συνήθεια»] … Dictionary of Greek